ευπρεπίζω

ευπρεπίζω
(ΑΜ εὐπρεπίζω) [ευπρεπής]
κάνω κάτι ευπρεπές, τακτοποιώ, συγυρίζω, ευτρεπίζω
μσν.
μέσ. εὐπρεπίζομαι
1. είμαι προικισμένος με κάτι
2. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος
αρχ.
παθ. είμαι δεκτός, ευπρόσδεκτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευπρεπίζω — ευπρεπίζω, ευπρέπισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ευπρεπίζω — ευπρέπισα, ευπρεπίστηκα, ευπρεπισμένος, καλλωπίζω, τακτοποιώ, συγυρίζω: Πρέπει να ευπρεπίσουμε το σπίτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηὐπρεπισμένῃ — εὐπρεπίζω to be acceptable perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαρμίζω — 1. τακτοποιώ, ευπρεπίζω 2. σαρώνω 3. ξεκαθαρίζω έναν τόπο …   Dictionary of Greek

  • εκπονώ — ( έω) (AM ἐκπονῶ) δημιουργώ με κόπο (α. «εκπονώ μελέτη» β. «ὅπλα ἐκπεπονημένα εἰς κόσμον», Ξεν. Ελλ. γ. «τὸ εὐπρεπὲς τοῡ λόγου ἐκπονήσας», Θουκ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, στολίζω 2. διανύω απόσταση ή διάστημα 3. καλλιεργώ 4. εκπαιδεύω, ανατρέφω 5.… …   Dictionary of Greek

  • ευπρεπισμός — ο η πρέπουσα διευθέτηση, η τακτοποίηση, ο ευτρεπισμός, το νοικοκύρεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευπρεπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Δημ. Αλεξανδρίδη] …   Dictionary of Greek

  • καλλύνω — (AM καλλύνω) καθιστώ ωραίο κάτι, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ομορφαίνω («πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη», Σοφ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω («ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται σφίσιν ἐπιμελῶς», Πολ.) 2. παρουσιάζω κάτι ως καλό («εὐδιάβολον κακὸν… …   Dictionary of Greek

  • καλοθέτω — διευθετώ, τακτοποιώ, συγυρίζω, ευπρεπίζω …   Dictionary of Greek

  • κατακαλλύνω — (AM) 1. ευπρεπίζω, εξωραΐζω 2. καθαρίζω …   Dictionary of Greek

  • πρεπίζω — Ν 1. στολίζω, διακοσμώ 2. στολίζω τον εαυτό μου, ευπρεπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέπον, μτχ. τού ρ. πρέπω, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”